ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΕΙΡΑΝΘΟΥ ΝΑΞΟΥ
Μια προσέγγιση των αποκριάτικων εθίμων στην Απείρανθο της Νάξου
Ο Μιχαήλ Μπαχτίν, Ρώσος κριτικός της λογοτεχνίας, είχε σημειώσει ότι η προέ-λευση της διαλογικότητας, της αλληλεπίδρασης δηλαδή αντίθετων λόγων και θέσεων μέσα στο κοινωνικό σύνολο, βρί¬σκεται ακόμη και στα καρναβαλικά έθιμα του Μεσαίωνα, τα οποία ήταν στην ουσία μια πολιτική διαμαρτυρία για τα «κακώς κείμενα» ενός καθεστώτος. Τα έθιμα αυτά ήταν, κατά τη γνώμη του, μια δοτή και ψεύτικη ελευθερία από ένα αυταρχι¬κό καθεστώς στους πολίτες για να εκφραστούν ελεύθερα. Η ελεύθερη έκφραση είχε ως παρεπόμενο τη χρήση ποικίλων προσωπείων, αλλά και την παρενδυσία, αποκριάτικη συνήθεια κατά την οποία οι καρναβαλιστές φορούσαν ρούχα του αντίθετου φύλου.
Η συνήθεια της παρενδυσίας δεν έχει ασφαλώς τις απαρχές της στον Μεσαίωνα, αλλά στα Ανθεστήρια, σ’ αυτήν την αρχαία ελληνι¬κή αστική διονυσιακή γιορτή, όπου οι άνδρες φορούσαν γυναικεία ρούχα και «γυναικομίμω μορφώματι» επόμπευον «τα μεν ως Ώραι τα δε ως Νύμφαι, τα δε ως Βάκχαι πράττοντες» (Φιλοστράτου Απόλλων Β’ 21, σελ. 158). Χρονικά αντίστοιχες προς τα Ανθεστή¬ρια γιορτές είχαν και οι Νάξιοι, οι οποίοι τιμούσαν τον Διόνυσο και την Αριάδνη, για λόγους ευετηρίας.
Τόσο τα Ανθεστήρια, όσο και οι λατρευτικές γιορτές προς τιμήν του Διονύσου στη Νάξο, ελάμβαναν χώρα την ίδια εποχή, όπου και σήμερα έχουμε την Αποκριά, όχι από τυχαία σύμπτωση, όπως σχο¬λιάζει εύστοχα ο Δ. Β. Οικονομίδης. Αποτελεί πια αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι αποκριάτικες εθιμικές συνήθειες έχουν την καταγω¬γή τους στην παλαιότατη διονυσιακή λατρεία, κατάλοιπα της οποίας έχουν διαπιστωθεί και περιγραφεί.
Η Αποκριά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η ιδανικότερη χρονική περίοδος, αν και σύντομη, κατά την οποία η ελεύθερη έκφραση όχι απλά φθάνει στα όριά της, αλλά τα ξεπερνά. Ο άνθρωπος γίνεται αυθόρμητος και ασυνείδητα, αρχικά, εκφράζει λεκτικώς και εμπράκτως αυτά που έχει βαθιά μέσα στην ψυχή του και που δίσταζε μέχρι πρότινος να εκδηλώσει: μιλά με βωμολοχίες και πατάσσει τον καθω¬σπρεπισμό της κοινωνίας, δέχεται και «εκτοξεύει» πειράγματα, υπο¬δύεται αστείους ανθρώπινους τύπους, εκδηλώνει το ερωτικό του πάθος προς το αντίθετο φύλο. Καταφέρνει, λοιπόν, μ’ αυτόν τον τρόπο να εξασφαλίσει την απαραίτητη ευελιξία, που πρέπει να έχει, εξοικειώνοντας τον εαυτό του στο παράλογο και το έντονο. Τέτοιου είδους εκδηλώσεις και συνήθειες, κατά τη διάρκεια της Αποκριάς, παρατηρούνται και στην Απείρανθο της Νάξου. Την ‘Τσικνοπέφτη’ οι νέοι και νέες ‘μοσκαρώνουνται’ και πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι, πίνοντας άφθονο κρασί, χορεύοντας και τραγουδώντας κοτσάκια, το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων είναι γεμάτα βωμολοχίες και πειράγματα, ερωτικού και όχι μόνο περιεχομένου. Οι γυναίκες φορούν, συνήθως, ανδρικά ρούχα και οι άνδρες γυναικεία, ενώ μερικοί παρουσιάζουν διάφορα επαγγέλματα ή υποκρίνονται γνωστούς αστείους χωρικούς τύπους, όπως τους ζομπέκηδες (αστείος τύπος στην Απείρανθο, όπου έφερε το παρωνύμιο Ζοϊμπέκης). Κάποιες νέες, επίσης, φορούν όμορφες υφαντές ενδυμασίες, βάζοντας στο στήθος ή το κεφάλι τους χρυσά ή αργυρά φλουριά και άλλα πολύ¬τιμα κοσμήματα. Άλλοι νέοι πάλι φορούν καινούργιες ψουστανέλλες ή βράκες (φουστανελλάτοι και βρακάτοι αντίστοιχα), ενώ άλλοι φορούν και μουτσούνες, προσωπίδες δηλαδή, αρνούμενοι να απο¬καλύψουν την ταυτότητά τους.
Την Τυρινή Δευτέρα και το Τυρινό Σάββατο κάνουν την εμφάνισή τους οι κουδουνάτοι, βοσκοί και γεωργοί νεαρής κυρίως ηλικίας, οι οποίοι φορούν το αμπαδέλλι, μια κάπα με κουκούλα από μαλλί προβάτου, η οποία πέρα από το λειτουργικό της χαρακτήρα ως φρούριο προστασίας από το ψύχος στους μιτάτους και τα κτήματα, αποτελεί αναπό¬σπαστο μέρος της αποκριάτικης ενδυμασίας. Το πρόσωπο του κουδουνάτου είναι σκεπασμένο με μεταξωτό ή λεπτό βαμβακερό ύφασμα, μαντήλι ή τουλουπάνι, το οποίο χρησιμοποιούσαν και οι γυναίκες για τον κεφαλόδεσμό τους. Με τον τρόπο αυτό, κανείς δεν θα μπο¬ρούσε να τους αναγνωρίσει. Το σκεπασμένο προσωπείο έχει τεράστια ψυχολογική σημασία για τον συμμετέχοντα στα δρώμενα, ενώ η χρήση του σημειώνεται και στις αρχαίες πηγές, όταν μαθαίνουμε ότι ο Ηρακλής, έχοντας καλυμμένο το πρόσωπο, πήγαινε να μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια. Το καλυμμένο πρόσωπο θα μπορούσε να χαρα¬κτηριστεί ως μια μέθοδος συμφιλίωσης του ατόμου με τον εαυτό του και τους γύρω του. Η ένταξη μέσα σε μια κοινωνία, που επιβάλλει συγκεκριμένους ρόλους, θα μπορούσε να αποβεί καταστροφική, εάν δεν υπήρχαν στιγμές απελευθέρωσης και απαγκίστρωσης του ανθρώ¬που από τα καθιερωμένα. Με τη χαλάρωση των «κοινωνικών προσωπείων», μέσω της χρήσης άλλων προσωπείων, ο άνθρωπος απελευθε¬ρώνεται, έστω και εικονικά.
Στη μέση, στο στήθος και την πλάτη οι κουδουνάτοι περιζώνονται με χοντρό σχοινί, από το οποίο κρέμονται σειρές κουδουνιών, που έχουν επιλεγεί από το ποίμνιο του κάθε βοσκού ως τα καλύτερα και τα οποία μερικές μέρες πριν τις Απόκριες τα σείουν για να ξεσκουριάσουν, αλλά και για να διώξουν τα κακά δαιμόνια από το χωριό. Στο δεξί τους χέρι κρατούν ένα χοντρό ξηρό βλαστό κουφοξυλιάς, η οποία φύεται «στα γκρεμνά του Λύγξη» και ονομάζεται σόμπα. Η χρήση της κουφοξυλιάς, η οποία συμβολίζει τη γονιμότητα, καθώς και το νέρωμα του κρασιού, σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση που μας διέσωσε ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, υπεδείχθηοαν από το θεό Διόνυσο στους ανθρώπους, οι οποίοι πίνοντας άκρατο οίνο και χρησιμοποιώντας ξύλινα ραβδιά τραυματίζονταν ή και πέθαιναν, πάνω σε μια κατάσταση ένθεης μανίας και μέθης. Σύμφωνα με τον Δ. Β. Οικονομίδη, η σόμπα συμβολίζει το διονυσιακό φαλλό, τον νάρθηκα όπου έφεραν οι Μαινάδες, μαζί με κλαδιά πεύκης, ακολουθώντας πιστά τον Διόνυ¬σο μαζί με τον Σειληνό και τους Σατύρους. Κατ’ αυτόν, το έθιμο των κουδουνάτων αντιστοιχεί με τα δρώμενα κατά τα εαρινά Διονύσια, το έθιμο της φαλλοφορίας, το οποίο λάμβανε χώρα στα εν Δήλω και στα εν Αθήναις Μεγάλα Διονύσια.
Κατά τη βδομάδα της Τυροφάγου, οι κουδουνάτοι τρέχουν από σπίτι σε σπίτι και ανεβαίνουν στα χωμάτινα δώματα σείοντας τα κουδούνια, έτσι ώστε να προκαλούν έναν δαιμονιώδη θόρυβο, επιστρέφοντας στο πρωτόγονο του ασυνειδήτου. Όπως αναφέρει και ο Δ. Β. Οικονομίδης, καθώς το βάρος των κουδουνιών είναι μεγάλο και τα λιθό¬στρωτα καλντερίμια, ανηφορικά και κατηφορικά, είναι δυοκολοπερπάτητα, οι κουδουνάτοι πρέπει να έχουν ένα ταλαντευόμενο βάδισμα ακόμα κι όταν δεν τρέχουν. Έτσι, λοιπόν, τα κουδούνια σείονται συνεχώς και με μεγαλύτερη ένταση. Οι κραυγές των κουδουνάτων και οι φωνές των παιδιών, που βγαίνουν στα σοκάκια και τους ακολουθούν, συνοδεύουν την βουή των κουδουνιών, ενώ όλοι μαζί καταλήγουν στη ‘μπλάτσα’ του χωριού, όπου στήνουν χορό, με συνοδεία από τα τσαμπουνοτούμπακα, και χτυπούν με τις σόμπες τους παρευρισκόμενους και διερχόμενους ανθρώπους. Η τάση απομόνωσης που παρατηρείται στους φορείς της κοινωνίας, στα ίδια τα άτομα, πατάσσεται μέσα από τη συμμετοχή, την συλλογικότητα, την κοινωνική επαφή.
Επίσης, στην πλάτσα του χωριού, οι κουδουνάτοι κάποια στιγμή, ανοί¬γουν τον χώρο, σαν να εκτελούν αστυνομικά καθήκοντα, προκειμένου να περάσουν οι μόσκαροι και το νεαρό ζεύγος, του γαμπρού και της Νύμφης ή Κυρίας, η οποία συμβολίζει τη βλάστηση. Το ζευγάρι αυτό συμβολίζει την μυστική ένωση των αντίθετων πόλων της ύπαρ¬ξής μας, του θείου με το κοσμικό, το ανθρώπινο. Με προεξάρχον το ζεύγος, ξεκινά ο χορός και το γλέντι, το οποίο κορυφώνεται, όταν κάποιος από τους παριστάμενους χορεύοντας με τη Νύμφη, την αρπάζει και κατευθύνεται στην Παναγία, την εκκλησία του χωριού. Ακολουθεί καταδίωξη από το σύζυγο και τους κουδουνάτους, με αποτέλεσμα την επαναφορά της στον όμιλο των μοσκάρων. Σύμφωνα με τον Μ. Μπαρδάνη, το κλέψιμο της Κυρίας και η επαναφορά της είναι κατάλοιπο από ανάλογη λατρεία των βοσκών, παλαιότερη και από αυτήν της Περσεφόνης και της Αριάδνης.
Οι κουδουνάτοι, επίσης, συνοδεύουν τη γριά, έναν άνδρα ντυμένο με γυναικεία ρούχα που συμβολίζει τη σοφία και τη γνώση, όπου κρα¬τεί μια ρόκα και γνέθει και ένα καλάθι, μέσα στο οποίο βάζει τα αβγά, τα οποία μαζεύει από τα σπίτια, που επισκέπτεται μαζί με τους κουδουνάτους. Τα αβγά είναι το σύμβολο της ζωής, η κρυμμένη πηγή του μυστηρίου της ύπαρξης, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, η Ε. Πρωτοπαπαδάκη, η αρχή, η μήτρα, η ενοποίηση των αντιθέτων, που εισχωρούν στο ασυνείδητό μας, στο καλάθι, τα ανοίγματα του οποίου συγκρατούν το χρήσιμο σπόρο, τον ορθό τρόπο ζωής.
Κάποιος άλλος, πάλι, φορώντας προβιές και έχοντας κρεμασμένη στο λαιμό του τη λεγόμενη μπούκα, μεγάλο κουδούνι από τράγο, παριστάνει την αρκούδα, που ακολουθεί δεμένη με σχοινί τον αρκουδιάρη, ο οποίος χτυπώντας ένα τύμπανο, της παίζει το ρυθμό γιάλα-γιάλα για να χορέψει. Η αρκούδα, κατ’ άλλους, συμβολίζει το χειμώνα, ενώ άλλοι θεωρούν πως εικονίζει το κακό και τη σκληρότητα. Όποιος κι αν είναι ο συμβολισμός της, αυτό που έχει σημασία είναι ότι οδηγείται από τον άνθρωπο δεμένη, έχει δηλαδή δαμαστεί. Την Τυρινή Κυριακή εμφανίζονται και οι παλιομόσκαροι, οι οποίοι ντυμένοι με παλιόρουχα και μουτζουρωμένοι πειράζουν και πειρά¬ζονται, εκτοξεύοντας σκωπτικά δίστιχα, που προκαλούν γέλιο και ευθυμία. Επίσης, άλλοι μεταμφιεζόμενοι κρατούν σάκο με τέφρα και τρέχουν, ραντίζοντας τα δρομάκια, αλλά και τους ανθρώπους. Άλλος προσποιούμενος το νεκρό, φορώντας μια κάπα και μέσα σε ψευδο-ψέρετρο, οδηγείται από ακολουθία στο νεκροταφείο, όπου του ψάλ-λουν, στον ήχο της νεκρώσιμης ακολουθίας, διάφορο σκωπτικά δίστιχα, συνοδευόμενα από επιφωνήματα και βωμολοχίες. Κάποια στιγ¬μή, ο νεκρός σηκώνεται και όλοι αρχίζουν να γελούν, διώχνοντας μακριά το φόβο του θανάτου, που κυριεύει τη ψυχή τους. Παλαιότε¬ρα, όπως αναφέρει σ Δ. Β. Οικονομίδης, έφεραν τον άροτρο στην πλάτσα και έκαναν τάχα πως σπέρνουν.
Την Καθαρή Δευτέρα πολλοί ντύνονται φουστανελλάτοι, έχοντας κρεμάσει χρωματιστές κορδέλλες και φλουριά στο γιλέκο τους. Αυτοί χωρίς προσωπίδες και με τη συνοδεία των βιολιών, κλείνουν το τριώδιο με διάφορα δίστιχα.
Σημεία και σύμβολα, λοιπόν, αναδεικνύονται μέσα από την περιγρα¬φή των ηθών και εθίμων της Αποκριάς στην Απείρανθο της Νάξου, των οποίων οι καταβολές βρίσκονται στην προθεϊκή αρχαιότητα και διακρίνονται για την σταθερή τους παρουσία στα ανθρώπινα δρώμε¬να, δια μέσω των αιώνων και ανά την Ελλάδα, έστω κι αν σήμερα έχουν υποστεί αλλοιώσεις. Όλα αυτά τα δρώμενα διακατέχονται από μια λειτουργικότητα, ενώ είναι διαποτισμένα από σοφία, επηρεάζοντας το ασυνείδητο αθόρυβα, αλλά δυναμικά.
Το άρθρο έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό “Οι Νάξιοι”,
– πολιτιστική-ενημερωτική έκδοση
του Συλλόγου Ναξιωτών Αγίων Αναργύρων
(αρ. φύλλου 13/2003
ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ
Αποκριάτικα έθιμα στην Ελλάδα
Η αποκριά, έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, καθώς μεταμφιέσεις εμφανίζονται γύρω στο 2000 π.Χ. στην Ασία, και συγκεκριμένα στη Μεσοποταμία και τη Βαβυλώνα. “Η δούλα ντύνεται κυρά και ο υπηρέτης αφέντης”. Στον Ελλαδικό χώρο εξαπλώνεται η Διονυσιακή λατρεία από την Αρχαϊκή εποχή και μετά, με διάφορες γιορτές όπως τα Βάκχεια, Κώμοι, Λήναια, Ανθεστήρια. Κάποια στοιχεία τους, τα συναντούμε και σήμερα όπως οι μεταμφιέσεις, οι χοροί, η οινοποσία, και η ευθυμία που γενικευόταν και έφτανε σε επίπεδα παροξυσμού.
Κρήτη: Στην Κρήτη, γιορτάζουν τις μέρες του καρναβαλιού με ιδιαίτερη ένταση, αφού οι κιθάρες και τα μαντολίνα πρωτοστατούν στις εκδηλώσεις και συνοδεύουν τις μασκαράδες στην μεγάλη παρέλαση. Η παρέλαση αυτή ολοκληρώνεται στην παραλιακή λεωφόρο και καταλήγει σε μεγάλο γλέντι στην πλατεία του Άγνωστου Στρατιώτη. Ένα από τα κρητικά αποκριάτικα έθιμα, είναι και οι «Λεράδες». Οι «Λεράδες», είναι μασκαράδες οι οποίοι φορούν γύρω από την μέση και τα χέρια μεγάλες κουδούνες και αποτελούν την συνηθέστερη μεταμφίεση των Κρητικών. Χαρακτηριστική δε μάσκα των Κρητικών, είναι η «Σιβιανή μάσκα». Αυτή είναι κατασκευασμένη από την ρίζα του φυτού «Αθάνατος». Ομάδα ανθρώπων φορά την μάσκα αυτή και περιφέρεται στα σπίτια του νησιού!
Κάρπαθος: Στο νησί της Καρπάθου, έχουν ένα ξεχωριστό έθιμο, στο οποίο διακωμωδούν τις δίκες των Δικαστηρίων. Εκεί λοιπόν, την Καθαρά Δευτέρα, λειτουργεί το λεγόμενο «Λαϊκό Δικαστήριο Ανήθικων Πράξεων». Σ’ αυτό οδηγούνται άνθρωποι που έχουν κάνει άσεμνες πράξεις και χειρονομίες σε κάποιους άλλους, προκειμένου να δικαστούν από τους λεγόμενους «Τζαφιέδες», που είναι οι χωροφύλακες. Η δίκη, εξελίσσεται σε γέλια και πειράγματα και καταλήγει σε ένα μεγάλο αποκριάτικο γλέντι.
Καλαμάτα: Στην Καλαμάτα, αναβιώνει κάθε χρόνο το παραδοσιακό γαϊτανάκι, το οποίο και λαμβάνει χώρα στην κεντρική πλατεία του χωριού. Ένα από τα χαρακτηριστικά τοπικά αποκριάτικα έθιμα, είναι το κρέμασμα της «γριάς Συκούς». Σύμφωνα με την παράδοση, αυτό το έθιμο λαμβάνει χώρα το πρωί της Καθαρής Δευτέρας, στο ίδιο σημείο της πλατείας στο οποίο και κρεμάστηκε η «γριά Συκούς» κατ’ εντολή του Ιμπραήμ Πασά.
Μεσσήνη: Εκεί, έχουν ένα χαρακτηριστικό έθιμο το οποίο και λέγεται, «Κυριακή της Τυροφάγο». Σύμφωνα μ’ αυτό, πολλοί μασκαράδες κυκλοφορούν και γλεντούν στους δρόμους, συνοδευόμενοι από οργανοπαίκτες της περιοχής καθώς και της Δημοτικής Φιλαρμονικής. Το έθιμο αυτό, λαμβάνει χώρα την Κυριακή πριν την Καθαρά Δευτέρα, ενώ το βράδυ της ίδιας μέρας, οι κάτοικοι συνηθίζουν να ανάβουν φωτιές σε διάφορα σημεία της πόλης, γύρω από τις οποίες κυριαρχεί το γλέντι και ο χορός.
Μεθώνη: Μια πολύ γνωστή μας έκφραση: «Του Κουτρούλη ο γάμος», προέρχεται από το κλασικό αποκριάτικο έθιμο που αναβιώνει κάθε χρόνο στην Μεθώνη. Στο έθιμο αυτό συμμετέχουν δύο άνδρες, όπου είναι και οι νεόνυμφοι και με την συνοδεία των συγγενών και φίλων τους καταλήγουν στην πλατεία της πόλης για να γίνει ο γάμος. Κατά την διάρκεια του γάμου, διακωμωδούνται διάφορες καταστάσεις και αναφορές τόσο του παρελθόντος όσο και του σήμερα. Αστεία – πειράγματα και σατυρικός χαρακτήρας διακατέχει τον γάμο αυτό, που θα καταλήξει σε ένα τρικούβερτο γλέντι.
Πάτρα: Το καρναβάλι της Πάτρας, αποτελεί το πιο γνωστή εκδήλωση της χώρας μας. Στην Πάτρα πραγματοποιούνται κάθε χρόνο, διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις στην περίοδο των Αποκριών. Την τελευταία εβδομάδα των Αποκριών έχουμε και τον τερματισμό των καρναβαλικών εκδηλώσεων με τις δύο μεγάλες παρελάσεις των αποκριάτικων αρμάτων. Το Πατρινό Καρναβάλι άλλωστε, μετρά γύρω στα 180 χρόνια ιστορίας. Τις παρελάσεις απαρτίζουν μεγάλα αποκριάτικα άρματα που συνήθως σατυρίζουν καταστάσεις και πρόσωπα των ημερών μας, αλλά και πλήθος μασκαράδων, τόσο με Πατρινούς όσο και άλλους απ’ όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Ένα γνωστό και άκρως πατρινό έθιμο, είναι και τα λεγόμενα «Μπουρμπούλια». Σύμφωνα μ’ αυτό το έθιμο, γυναίκες μεταμφιέζονται σε ντόμινο, κρύβοντας τόσο το πρόσωπό τους, όσο και το σώμα τους, ώστε να έχουν εκείνες την αποκλειστική επιλογή του καβαλιέρου τους και συμμετέχουν σε απογευματινούς χορούς.
Νάξος: Το νησί, αυτό αποτελεί την γενέτειρα του Διονύσου και έτσι ο εορτασμός της Αποκριάς, ξεκινά από το πρώτο Σάββατο όπου και γίνεται το σφάξιμο των χοίρων. Αποκριάτικο έθιμο αυτού του νησιού είναι και οι «Κουδουνάτοι». Αυτοί είναι άνθρωποι με κάπα και κουκούλα, οι οποίοι περιφέρονται στους δρόμους του νησιού κάνοντας πολύ θόρυβο και προκαλώντας τους υπολοίπους με άσεμνες χειρονομίες. Μαζί με τους «Κουδουνάτους», κυκλοφορούν επίσης και ο «Γέρος», η «Γριά» και η «Αρκούδα». Στις πλατείες πολλών χωριών του νησιού, στήνεται γλέντι με άφθονο κρασί και φαγητό, το οποίο και πλαισιώνεται από οργανοπαίκτες και παραδοσιακά αποκριάτικα τραγούδια.
Κέρκυρα: Στην Κέρκυρα, σαλπιγκτές και τυμπανιστές περιφέρονται στους δρόμους του νησιού, προκειμένου να αναγγείλουν τον ερχομό του «Σιορ Καρνάβαλου». Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, γίνεται η μεγάλη παρέλαση του «Σιορ Καρνάβαλου», η οποία και τερματίζει στην Κάτω Πλατεία όπου και θα γίνει το κάψιμό του.
Άμφισσα: Στην Άμφισσα, το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς, αναβιώνει ο θρύλος του «στοιχειού». Το «στοιχειό» αυτό ξεκινά από την περιοχή της Χάρμαινας και μαζί με εκατοντάδες μασκαράδες, κατεβαίνει τα σκαλιά του Άη Νικόλα. Το «στοιχειό της Χάρμαινας», λέγεται ότι αγαπούσε και προστάτευε τους Ταμπάκηδες, που ήταν οι βυρσοδέψες της περιοχής και ήταν αναγκασμένοι να βρίσκονται στην Βρύση μέρα και νύχτα.
Θήβα: Στην Θήβα ένα έθιμο που κρατά από το 1830, είναι και η αναπαράσταση του «Βλάχικου Γάμου». Αυτό λαμβάνει χώρα την Καθαρή Δευτέρα.
Σκύρος: Στο νησί της Σκύρου, κλασικό αποκριάτικο έθιμο, είναι ο «γέρος» και η «κορέλα». Ο «γέρος» φοράει χοντρή μαύρη κάπα, άσπρη υφαντή βράκα και έχει στη μέση του 2 – 3 σειρές κουδούνια. Το πρόσωπό του καλύπτεται από προβιά μικρού κατσικιού και, περπατώντας με χορευτικό ρυθμό, καταφέρνει να ηχούν μελωδικά τα κουδούνια που φοράει. Η «κορέλα», η ντάμα του γέρου, είναι ντυμένη με παραδοσιακά σκυριανά ρούχα, με κυρίαρχο χρώμα το άσπρο και καλυμμένο το πρόσωπό της. Το δίδυμο αυτής της σκυριανής Αποκριάς συνοδεύει πολλές φορές και ο «φράγκος». Αυτός ο μασκαράς, ντυμένος με παραδοσιακά ρούχα του νησιού αλλά και παντελόνι, σατιρίζει εκείνους τους Σκυριανούς που έβγαλαν τις βράκες και φόρεσαν παντελόνια (φράγκικα).
Ιωάννινα: Εκεί, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, γιορτάζουν οι λεγόμενες «Τζαμάλες». Αυτές είναι μεγάλες φωτιές, όπου πλήθος μεταμφιεσμένων χορεύει γύρω τους σε διπλές και τριπλές σειρές.
Πρέβεζα & Άρτα: Και στις δύο αυτές περιοχές, κάθε χρόνο πραγματοποιείται το λεγόμενο «Καρναβάλι των γυναικών». Σ’ αυτό συμμετέχουν αποκλειστικά μεταμφιεσμένες γυναίκες, οι οποίες και περιφέρονται στους δρόμους με την συνοδεία αρμάτων.
Μακεδονία: Εκεί, κάθε χρόνο πραγματοποιούνται, οι λεγόμενοι «Κουδουνοφόροι Τράγοι». Αυτοί, είναι ομάδες μεταμφιεσμένων, ντυμένοι με μαύρες γιδοπροβιές και τέσσερα πολύ μεγάλα σιδερένια κουδούνια. Όπως περιφέρονται στους δρόμους, προκαλούν αναστάτωση και θόρυβο, ενώ παράλληλα τραγουδούν και με γοερή φωνή.
Σέρρες: Στο νομό Σερρών, αναβιώνει το έθιμο του «Καλόγερου». Τη γιορτή αυτή αρχίζουν οι Αναστενάρηδες με απόκρυφη μυσταγωγία και συμμετέχουν και οι μίμοι, οι οποίοι συγκροτούν το θίασο: ο Βασιλιάς, το Βασιλόπουλο, ο καπιστράς, ο καλόγερος, η νύφη, η μπάμπω και το εφταμηνίτικο, οι γύφτοι με την αρκούδα και, τέλος, οι Κουρούτζηδες (φύλακες).
Ξάνθη: Στην Ξάνθη, αναβιώνει το έθιμο «Κάψιμο του Τζάρου». Σύμφωνα με την λαϊκή μας παράδοση, ο «Τζάρος» ήταν ένα ανθρώπινο ομοίωμα που βρισκόταν τοποθετημένο πάνω σε πουρνάρια. Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, καιγόταν στο κέντρο της πλατείας, προκειμένου οι κάτοικοι της περιοχής να μην έχουν το καλοκαίρι ψύλλους. Αυτό το έθιμο προέρχεται από τους πρόσφυγες της Ανατολικής
Θράκης. Το όνομα «Τζάρος» προήλθε από τον ήχο που έκαναν τα πουρνάρια όταν καίγονταν (τζ –τζ). Μετά το κάψιμο του «Τζάρου» την σειρά τους παίρνουν αμέτρητα πολύχρωμα πυροτεχνήματα.
Νάουσα: Οι Μπούλες είναι παλαιότατο αποκριάτικο έθιμο της Νάουσας Ημαθίας. Τα κυριότερα στοιχεία του εθίμου που μας μεταφέρονται από μία πολύ αυστηρή προφορική παράδοση είναι:
– Η συγκρότηση του μπουλουκιού, που προϋποθέτει την αυστηρή αποδοχή και τήρηση ορισμένων κανόνων τέλεσης του εθίμου για συμμετοχή σ’ αυτό.
– Το φύλο των τελεστών είναι μόνο νέοι άνδρες.
– Τη γυναικεία μορφή (νύφη-μπούλα) την υποδύεται πάντα άνδρας.
– Η ένδυση, η μεταμφίεση και η συμπεριφορά των τελεστών διέπονται από πατροπαράδοτους κανόνες.
– Τα μουσικά όργανα, οι χοροί, το δρομολόγιο, είναι προκαθορισμένα από το τελετουργικό, που ακολουθείται αναλλοίωτο στο πέρασμα των χρόνων.
Το έθιμο έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα και πιθανότατα έχει σχέση με τελετές φυλετικής μύησης όπως η τελετή ενηλικίωσης κατά την οποία ο νέος, ντυμένος με γυναικεία ρούχα και οδηγούμενος από ανύπανδρους άντρες της φυλής, θα μυηθεί με τη σειρά του στα μυστικά της, θα
αποβάλλει τη γυναικεία ενδυμασία και θα μεταμορφωθεί σε άνδρα. Σήμερα μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι στη μακραίωνη ιστορία του το έθιμο μεταπλάθει και παράλληλα ενσωματώνει στα επί μέρους στοιχεία του, την τοπική παράδοση, τους μύθους, τους θρύλους, τα τραγούδια και τους ηρωικούς αγώνες της Νάουσας. Οι τελεστές ήταν και είναι πάντα νέοι άνδρες. Ο αριθμός τους τα παλαιότερα χρόνια φαίνεται να ήταν από έξι μέχρι δώδεκα, ενώ σήμερα μπορεί να συμμετέχουν και περισσότεροι. Στο μπουλούκι, από πολύ παλιά έπαιρναν μέρος και μικρά αγόρια.
ΤΑ ΑΝΑΣΤΕΝΑΡΙΑ
ΤΑ ΑΝΑΣΤΕΝΑΡΙΑ. Πολυσυζητημένο έθιμο, που τελείται με μεγάλη δημοσιότητα, κατά το τριήμερο 21-23 Μάη, προς τιμήν των αγίων Κων/νου & Ελένης. Αποτελούν μία από τις πιο χαρακτηριστικές και ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις της λαϊκής λατρείας με μορφή δρώμενου. Παλαιότερα γινόταν σε μικρή περιοχή της επαρχίας Σωζοαγαθουπόλεως της Β.Α. Θράκης. Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, βάσει της συνθήκης της Λοζάννης, το έθιμο μεταφυτεύθηκε και ρίζωσε στη Μακεδονία. Στο τελετουργικό μέρος τους περιλαμβάνονται εκστατικοί χοροί, πομπικές περιφορές εικονισμάτων, αρχαιότροπη θυσία ζώου, χρήση αγιάσματος και εντυπωσιακή πυροβασία (περπάτημα πάνω σε αναμμένα κάρβουνα) των τελεστών Αναστενάρηδων, από την οποία κυρίως είναι γνωστό το δρώμενο. Τα όργανα λύρα και νταούλι, παίζουν σ’ όλες τις φάσεις της τελετουργίας, στη διάρκεια της οποίας ακούγονται και ειδικά τραγούδια.
Ένα από τα γνωστότερα έθιμα του Ν. Σερρών, που έγινε αντικείμενο έρευνας και μελέτης, τόσο των ελλήνων, όσο και των ξένων ερευνητών.
Τα αναστενάρια, μεταφυτευμένα από τους πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης στη Βόρεια Ελλάδα, τελούνται σε τέσσερα σημεία της χώρας αυτής, όπου είναι εγκατεστημένοι οι αναστενάρηδες. Τα μέρη αυτά είναι ο Λαγκαδάς, η Μελίκη Βέροιας, η Μαυρολεύκη Δράμας και η Αγία Ελένη Σερρών.
Το έθιμο αυτό έχει την αρχή του στην αρχαιότητα, που οπωσδήποτε αποτελεί συνέχεια λατρευτικών τελετών, προς τιμή του θεού Διόνυσου. Αυτό προκύπτει από την ομοιότητα των εθίμων που γινόταν τότε, αλλά και εξακολουθούν να γίνονται και τώρα, όπως η θυσία του ταύρου, η χρησιμοποίηση του ιαματικού νερού, των αγιασμάτων, ο χορός, τα όργανα, η φωτιά.
Οι αναστενάρηδες, έχουν ως ανώτατο αρχηγό τους το “αναστενάρικο εικόνισμα του Αγίου” και ανώτατο ιεράρχη τους, τον Αρχιαναστενάρη.
Οι εικόνες που κουβαλούν οι αναστενάρηδες μαζί τους, είναι οι λεγόμενες “χάρες” και παριστάνουν το ιερό ζεύγος των Αγίων και οι οποίες τους δίνουν την ικανότητα να βαδίζουν στη φωτιά.
Παρατηρώντας τον χορό των αναστενάρηδων, σ’ όλη τη διάρκεια του εθίμου, έκρινα σωστό να ταξινομηθεί σε τρεις φάσεις: α) πριν την πυροβασία β) κατά το ξεκίνημα και γ) κατά την επιστροφή από την πυροβασία.
α) ο χορός πριν την πυροβασία
Ο χορός αρχίζει μέσα στο κονάκι, (δηλ. τα σπίτια των αρχιαναστενάρηδων, όπου φυλάσσονται οι εικόνες των Αγίων), όπου τελείται η αγρυπνία και γενικώς η προετοιμασία των μυστών για την οιστροπληξία (παραφροσύνη). Αυτή κορυφώνεται στις 21 Μαΐου και παρέχει τη δυνατότητα της πυροβασίας, καθώς επίσης, εξασφαλίζει στους πιστούς την ακαΐα. Ο χορός αρχίζει συγκεκριμένα, από τότε που οι “χάρες” εγκαλούν τον αναστενάρη. Όταν λένε ότι “η εικόνα εγκαλεί τον καθαρό άνθρωπο”, εννοούν ότι ο προσκαλεσμένος αισθάνεται μέσα του την ανάγκη να χορέψει αδίστακτα και αφοσιωμένα, μαζί με τις “χάρες”.
Αφού, λοιπόν, συμβούν όλα αυτά, οι αναστενάρηδες αρχίζουν τον χορό. Κάνουν βήματα μπροστά (τροχαίους και ιάμβους ) και γυρίζουν όμοια πίσω, χτυπώντας τα πόδια ρυθμικά, πότε ελαφρά, πότε βαριά, υψώνουν τα χέρια δεκτικά, τα συμπλέκουν πάνω από το κεφάλι, τα φέρνουν πλάγια, σκύβουν γυρτά προς το ένα μέρος.
Τέλος, κάποτε, παύει ο χορός. Τότε, σταυροκοπιούνται, κάνουν μετάνοιες, θυμιατίζουν και αποσύρονται σε μία γωνιά σιωπηλοί.
Τα όργανα παίζουν όλη αυτή την ώρα της αγωνίας τους και οι παρόντες τραγουδούν.
Στα αναστενάρια, οι οργανοπαίκτες είναι η μεγάλη δύναμη, που οδηγεί τους χορευτές στο ρυθμό και τους συγκλονίζει και τους οιστρηλατεί. Κι αυτοί οι ίδιοι είναι μυημένοι, παίζουν τα όργανα τους με πάθος, συγκλονίζονται οι ίδιοι, συμπάσχουν, σκύβουν, υψώνουν το κεφάλι με τα μάτια ψηλά, καμπουριάζουν και με τα πόδια κρατούν το ρυθμό, χωρίς κανένα παραπάτημα.
Τα όργανα τους είναι η γκάιντα, η λύρα, το νταούλι και το καβάλι, που σήμερα δεν υπάρχει.
β) ο χορός κατά το ξεκίνημα και την πυροβασία
Η πομπή ξεκινά από το κονάκι. Έξω, στον αυλόγυρο του κονακιού, σχηματίζεται ο κυκλικός χορός. Ενώ τα όργανα παίζουν και το βήμα ρυθμίζεται από την έρρυθμη μουσική, βγαίνουν χορεύοντας οι αναστενάρηδες, προηγουμένου του αρχιαναστενάρη, κατευθυνόμενοι από το κονάκι προς το αλάνι. Εκεί τα όργανα παίρνουν θέση γύρω από τη φωτιά.
Αφού οι αναστενάρηδες χορεύοντας καλύψουν τρεις γύρους γύρω από τη θρακιά, ξεκινούν την πυροβασία. Ο χορός κατά την πυροβασία είναι σε ρυθμό 2/4 και οργιώδης, χαρακτηριζόμενος από πολλά γρήγορα πηδήματα, με μικρά βήματα και περιστροφές. Ο χορός τους διαρκεί γύρω στις δύο με τρεις ώρες, ώσπου δηλαδή, να σβήσουν τη φωτιά.
γ) ο χορός κατά την επιστροφή από την πυροβασία
Η επιστροφή γίνεται και πάλι πομπική. Οι αναστενάρηδες χορεύουν, έως ότου όλη η πομπή φθάσει στο κονάκι. Μετά την εναπόθεση των εικόνων στο εικονοστάσιο, ξαναρχίζει ο χορός, όταν οι αναστενάρηδες με όλη τους την ψυχή, εκτελούν τον προτελευταίο του χορό.
Τέλος, ο αρχιαναστενάρης μαζί με τα όργανα, βγαίνει χωρίς τις εικόνες στον αυλόγυρο. Εκεί στήνεται ο ύστατος χορός. Τα όργανα και ο ρυθμός ανάβουν. Στον κυκλικό αυτό χορό προηγείται ο αρχιαναστενάρης και ακολουθεί ο μεγάλος κύκλος του λαϊκού χορού, που πηδούν ρυθμικά. Συμπληρώνοντας τους τρεις γύρους, ο αρχιαναστενάρης λύνει τον κύκλο και κάνει την απόλυση.
Θεωρώντας την πλήρη περιγραφή της διεξαγωγής της τελετής, όπως αυτή παρουσιάζεται ανά τον κόσμο, μη άμεσου ενδιαφέροντος, θα αρκεσθούμε να καταγράψουμε αυτήν, όπως διεξάγεται στον ελλαδικό χώρο.
Η προετοιμασία, λοιπόν, αρχίζει από τις 27 Οκτωβρίου, όταν αρχίζουν να μαζεύουν τα χρήματα “δι’ αγερμών”, ποσό με εράνους δηλαδή, για να αγορασθεί το ζώο, που θα θυσιαστεί την 21η Μαΐου. Η 27η Οκτωβρίου στην αρχαιότητα, ήταν “των μυστηρίων ημέρα πρώτη”. Την 18η Ιανουαρίου αγοράζεται το λεγόμενο ¨μπικάδι” ή “μπουγά” ή “κουρμπάνι” , δηλαδή το ζώο για τη σφαγή. Το ζώο, ακολουθώντας την παράδοση, πρέπει να είναι ενός, τριών ή πέντε χρονών, δηλαδή με μονά έτη ηλικίας και ακόμη να είναι άζευκτο.
Η κυρίως τελετή ξεκινά με την προετοιμασία των αναστενάρηδων, κατά την παραμονή της 21ης Μαΐου. Αναστενάρης μπορεί να γίνει οποιασδήποτε ηλικίας άτομο, αρσενικού ή θηλυκού γένους. Όλοι μαζεύονται στο “κονάκι” του αρχιαναστενάρη, όπου ακολουθείται κατά γράμμα η ίδια διαδικασία κάθε χρόνο, όπως άλλωστε και σ’ όλη την τελετή. Το κονάκι έχει διαμορφωθεί κατάλληλα για να υποδεχθεί τους φιλοξενούμενους, έχει στολισθεί, ενώ ιδιαίτερα έχει στολισθεί η εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης με αφιερώματα, μαντηλάκια, κορδέλες κ.α. Επίσης, τοποθετούνται σε σχήμα σταυρού μερικά κεριά.
Η ψυχική προπαρασκευή για τη σωστή διεξαγωγή της τελετής της απώτερης ημέρας είναι ο απώτερος σκοπός αυτής της συγκέντρωσης. Αυτό φαίνεται να επιτυγχάνεται με την αυτοσυγκέντρωση που επιχειρείται, με τους εκκλησιαστικούς ψαλμούς και ύμνους, αλλά και με τα διάφορα θυμιατίσματα από λιβάνι, το οποίο δημιουργεί μια ομιχλώδη ατμόσφαιρα. Ακόμη, το ασταμάτητο και εκνευριστικό – για τους αμύητους – παίξιμο του νταουλιού, της τρίχορδης θρακικής λύρας και της γκάιντας επιτείνει την προετοιμασία του οίστρου και αποτελεί το “εξοργίζον τη ψυχή μέλος, το μανίας επαγωγόν”, κατά τον Αισχύλο. Ο χορός ξεκινά και συνεχίζεται μέσα στην ήδη βαριά διαμορφωμένη ατμόσφαιρα, όπως περιγράφεται παραπάνω.
Το πρωί της 21ης Μαΐου, μετά τον εκκλησιασμό, σφάζεται το ιερό ζώο σε ειδική τελετή και αφού τεμαχισθεί μοιράζεται στους αναστενάρηδες. Μετά τη σφαγή ακολουθεί χορός και προσκύνημα των εικόνων έξω από το κονάκι του αρχιαναστενάρη, με τη συνοδεία των οργάνων, καθώς και η πομπή, που επισκέπτεται διάφορα κονάκια. Αυτό συνεχίζεται μέχρι το μεσημέρι, οπότε ακολουθεί ξεκούραση.
Θα είναι γύρω στις πέντε το απόγευμα της 21ης Μαΐου, όταν ο χώρος της πυροβασίας θα αρχίσει να ετοιμάζεται. Η φωτιά ανάβει από το άγιο φως που καίει ασταμάτητα όλο το χρόνο μπροστά στα εικονίσματα των Αγίων. Μετά από μία περίπου ώρα, σχηματίζεται η δέουσα ανθρακιά διαμέτρου τριών έως τεσσάρων μέτρων και πάχους οκτώ έως δέκα εκατοστών. Από το σπίτι του αρχιαναστενάρη ξεκινά η πομπή, που αποτελείται από τους οργανοπαίκτες, παιδιά με λαμπάδες και τους αναστενάρηδες με το χορευτικό βηματισμό τους. Φθάνοντας στη φωτιά, οι αναστενάρηδες κάνουν έναν κύκλο γύρω από τη φωτιά χορεύοντας και ύστερα αρχίζουν να μπαίνουν στην ανθρακιά πατώντας αρχικά τα μικρά καρβουνάκια γύρω-γύρω, σα να θέλουν να δοκιμάσουν την ακαϊα τους. Με επικεφαλή τον αρχιαναστενάρη, υψώνουν τα εικονίσματα και διασχίζουν σταυρωτά το αλώνι με τα κάρβουνα. Κατόπιν, ο καθένας τους μάλλον αυτοσχεδιάζει, αφού δεν ακολουθείται κάποια συγκεκριμένη πορεία. Κατά τη διάρκεια της πυροβασίας, οι συμμετέχοντες αναστενάζουν λέγοντας “ιχ-ιχ, αχ-αχ, εχ-εχ, οχ-οχ” ή “άντε-άντε” ή σφυρίζοντας “σσσσσ”. Τα παραπάνω υποστηρίζεται, πως αποτελούν απομεινάρι του επιφωνήματος “Ίακχε-Βάκχε”, που στην αρχαιότητα ήταν το μυστηριακό όνομα του Διόνυσου.
Τα γρήγορα χορευτικά βήματα πάνω στη θράκα, από τη μία όχθη ως στην άλλη, δεν είναι παραπάνω από 5-8 περίπου, κάθε φορά. Η θερμοκρασία της θράκας ανέρχεται σε 220 βαθμούς Κελσίου και φθάνει μέχρι τους 450. Παρατηρήσεις απέδειξαν πως η διάρκεια επαφής του γυμνού πέλματος κάθε φορά με τη φωτιά είναι 0,30 ως 0,50 δευτερόλεπτα.
Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τη μαρτυρία του γιατρού Ε. Ευαγγελίου, στις 21 Ιουλίου 1963, ομάδα νεαρών προέβησαν σε πυροβασία, χωρίς να ακολουθήσουν την καθιερωμένη τελετουργική διαδικασία και χωρίς να υπάρχουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της τελετής (θυσία ζώου, μουσική, τραγούδια, χορός, έκσταση κ.λ.π
ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΜΟΣΤΡΑΣ (ΘΥΜΙΑΝΑ ΧΙΟΥ)
ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΜΟΣΤΡΑΣ
Ο δήμος Αγίου Μηνά φημίζεται για το έθιμο της Μόστρας που γίνεται στα Θυμιανά τις τελευταίες ημέρες της Αποκριάς, με κατάληξη την πραγματοποίηση του μεγαλύτερου καρναβαλιού στην Χίο. Οι ρίζες αυτού του εθίμου χάνονται στον Μεσαίωνα.
Κάποτε στην περίοδο της Αποκριάς, την Παρασκευή της Τυρινής, καθώς οι Θυμιανούσοι γλεντούσαν έφθασαν στα παράλια του χωριού κουρσάροι πειρατές. Αφήνοντας το γλέντι όταν το έμαθαν οι Θυμιανούσοι κίνησαν προς την παραλία. Έστησαν ενέδρα στους πειρατές και στην μάχη τους κατατρόπωσαν. Οι χωριανοί μεθυσμένοι από τη χαρά της νίκης κρέμασαν τους αιχμαλώτους στην πλατεία του χωριού και τους άφησαν να μοστράρουν, ενώ συνέχισαν το γλέντι τους μέχρι την άλλη μέρα το πρωί.
Σε ανάμνηση αυτής της μάχης αναπαρίσταται κάθε χρόνο από τότε και κατά τις ίδιες μέρες και ώρες, το έθιμο της “Μόστρας”. Το έθιμο γίνεται ανά τους αιώνες χωρίς διακοπή ακόμη και κατά την διάρκεια της Κατοχής.
Έτσι την Παρασκευή της Τυρινής το βράδυ οι Θυμιανούσοι ντύνονται “κουδουνάτοι” (=μεταμφιεσμένοι). Φορούν παλιά ρούχα, άλλοι ανδρικά άλλοι γυναικεία, κρύβουν το πρόσωπό τους με αυτοσχέδιες προσωπίδες –τις μουτσουναριές– και κάνουν διάφορα κωμικά νούμερα. Αργότερα με την συνοδεία τοπικών οργάνων χορεύουν έναν ιδιότυπο χορό, το ταλίμι. Η θέα του μοιάζει με κινήσεις αντιμαχομένων πολεμιστών. Οι χορευτές χωρίζονται σε δύο μέρη. Από κάθε ομάδα φεύγει ένας κρατώντας ψηλά ένα σπαθί, κονταρομαχούν για λίγο και αποτραβιούνται. Μετά ακολουθεί το επόμενο ζευγάρι κ.ο.κ.
Την Κυριακή της Τυρινής οι αμφιέσεις είναι πιο όμορφες. Τον ρόλο των Θυμιανουσών παίζουν νέοι ντυμένοι βρακάδες ενώ των πειρατών “κουδουνάτοι”. Στο τέλος χορεύουν τον ιδιότυπο χορό “Δετό”. Αφήνοντας στην μέση τα σπαθιά τους χορεύουν πιασμένοι απ’ τους ώμους.
Η “Μόστρα” της Κυριακής συμπληρώνεται από σατυρικά άρματα πλαισιωμένα κυρίως από μικρούς μασκαράδες με πρώτο και καλύτερο τον Καρνάβαλο.
Τα τελευταία χρόνια το γλέντι ολοκληρώνεται με πανηγύρι στην πλατεία των Θυμιανών καθώς και του Νεοχωρίου.
Οι κύριοι διοργανωτές της “Μόστρας” είναι ο Μορφωτικός Εκπολιτιστικός Όμιλος Θυμιανών (ΜΕΟΘ) και η δημοτική αρχή. Συμβολική είναι και η βοήθεια των προοδευτικών κατοίκων.