ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΕΙΡΑΝΘΟΥ ΝΑΞΟΥ
Μια προσέγγιση των αποκριάτικων εθίμων στην Απείρανθο της Νάξου
Ο Μιχαήλ Μπαχτίν, Ρώσος κριτικός της λογοτεχνίας, είχε σημειώσει ότι η προέ-λευση της διαλογικότητας, της αλληλεπίδρασης δηλαδή αντίθετων λόγων και θέσεων μέσα στο κοινωνικό σύνολο, βρί¬σκεται ακόμη και στα καρναβαλικά έθιμα του Μεσαίωνα, τα οποία ήταν στην ουσία μια πολιτική διαμαρτυρία για τα «κακώς κείμενα» ενός καθεστώτος. Τα έθιμα αυτά ήταν, κατά τη γνώμη του, μια δοτή και ψεύτικη ελευθερία από ένα αυταρχι¬κό καθεστώς στους πολίτες για να εκφραστούν ελεύθερα. Η ελεύθερη έκφραση είχε ως παρεπόμενο τη χρήση ποικίλων προσωπείων, αλλά και την παρενδυσία, αποκριάτικη συνήθεια κατά την οποία οι καρναβαλιστές φορούσαν ρούχα του αντίθετου φύλου.
Η συνήθεια της παρενδυσίας δεν έχει ασφαλώς τις απαρχές της στον Μεσαίωνα, αλλά στα Ανθεστήρια, σ’ αυτήν την αρχαία ελληνι¬κή αστική διονυσιακή γιορτή, όπου οι άνδρες φορούσαν γυναικεία ρούχα και «γυναικομίμω μορφώματι» επόμπευον «τα μεν ως Ώραι τα δε ως Νύμφαι, τα δε ως Βάκχαι πράττοντες» (Φιλοστράτου Απόλλων Β’ 21, σελ. 158). Χρονικά αντίστοιχες προς τα Ανθεστή¬ρια γιορτές είχαν και οι Νάξιοι, οι οποίοι τιμούσαν τον Διόνυσο και την Αριάδνη, για λόγους ευετηρίας.
Τόσο τα Ανθεστήρια, όσο και οι λατρευτικές γιορτές προς τιμήν του Διονύσου στη Νάξο, ελάμβαναν χώρα την ίδια εποχή, όπου και σήμερα έχουμε την Αποκριά, όχι από τυχαία σύμπτωση, όπως σχο¬λιάζει εύστοχα ο Δ. Β. Οικονομίδης. Αποτελεί πια αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι αποκριάτικες εθιμικές συνήθειες έχουν την καταγω¬γή τους στην παλαιότατη διονυσιακή λατρεία, κατάλοιπα της οποίας έχουν διαπιστωθεί και περιγραφεί.
Η Αποκριά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η ιδανικότερη χρονική περίοδος, αν και σύντομη, κατά την οποία η ελεύθερη έκφραση όχι απλά φθάνει στα όριά της, αλλά τα ξεπερνά. Ο άνθρωπος γίνεται αυθόρμητος και ασυνείδητα, αρχικά, εκφράζει λεκτικώς και εμπράκτως αυτά που έχει βαθιά μέσα στην ψυχή του και που δίσταζε μέχρι πρότινος να εκδηλώσει: μιλά με βωμολοχίες και πατάσσει τον καθω¬σπρεπισμό της κοινωνίας, δέχεται και «εκτοξεύει» πειράγματα, υπο¬δύεται αστείους ανθρώπινους τύπους, εκδηλώνει το ερωτικό του πάθος προς το αντίθετο φύλο. Καταφέρνει, λοιπόν, μ’ αυτόν τον τρόπο να εξασφαλίσει την απαραίτητη ευελιξία, που πρέπει να έχει, εξοικειώνοντας τον εαυτό του στο παράλογο και το έντονο. Τέτοιου είδους εκδηλώσεις και συνήθειες, κατά τη διάρκεια της Αποκριάς, παρατηρούνται και στην Απείρανθο της Νάξου. Την ‘Τσικνοπέφτη’ οι νέοι και νέες ‘μοσκαρώνουνται’ και πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι, πίνοντας άφθονο κρασί, χορεύοντας και τραγουδώντας κοτσάκια, το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων είναι γεμάτα βωμολοχίες και πειράγματα, ερωτικού και όχι μόνο περιεχομένου. Οι γυναίκες φορούν, συνήθως, ανδρικά ρούχα και οι άνδρες γυναικεία, ενώ μερικοί παρουσιάζουν διάφορα επαγγέλματα ή υποκρίνονται γνωστούς αστείους χωρικούς τύπους, όπως τους ζομπέκηδες (αστείος τύπος στην Απείρανθο, όπου έφερε το παρωνύμιο Ζοϊμπέκης). Κάποιες νέες, επίσης, φορούν όμορφες υφαντές ενδυμασίες, βάζοντας στο στήθος ή το κεφάλι τους χρυσά ή αργυρά φλουριά και άλλα πολύ¬τιμα κοσμήματα. Άλλοι νέοι πάλι φορούν καινούργιες ψουστανέλλες ή βράκες (φουστανελλάτοι και βρακάτοι αντίστοιχα), ενώ άλλοι φορούν και μουτσούνες, προσωπίδες δηλαδή, αρνούμενοι να απο¬καλύψουν την ταυτότητά τους.
Την Τυρινή Δευτέρα και το Τυρινό Σάββατο κάνουν την εμφάνισή τους οι κουδουνάτοι, βοσκοί και γεωργοί νεαρής κυρίως ηλικίας, οι οποίοι φορούν το αμπαδέλλι, μια κάπα με κουκούλα από μαλλί προβάτου, η οποία πέρα από το λειτουργικό της χαρακτήρα ως φρούριο προστασίας από το ψύχος στους μιτάτους και τα κτήματα, αποτελεί αναπό¬σπαστο μέρος της αποκριάτικης ενδυμασίας. Το πρόσωπο του κουδουνάτου είναι σκεπασμένο με μεταξωτό ή λεπτό βαμβακερό ύφασμα, μαντήλι ή τουλουπάνι, το οποίο χρησιμοποιούσαν και οι γυναίκες για τον κεφαλόδεσμό τους. Με τον τρόπο αυτό, κανείς δεν θα μπο¬ρούσε να τους αναγνωρίσει. Το σκεπασμένο προσωπείο έχει τεράστια ψυχολογική σημασία για τον συμμετέχοντα στα δρώμενα, ενώ η χρήση του σημειώνεται και στις αρχαίες πηγές, όταν μαθαίνουμε ότι ο Ηρακλής, έχοντας καλυμμένο το πρόσωπο, πήγαινε να μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια. Το καλυμμένο πρόσωπο θα μπορούσε να χαρα¬κτηριστεί ως μια μέθοδος συμφιλίωσης του ατόμου με τον εαυτό του και τους γύρω του. Η ένταξη μέσα σε μια κοινωνία, που επιβάλλει συγκεκριμένους ρόλους, θα μπορούσε να αποβεί καταστροφική, εάν δεν υπήρχαν στιγμές απελευθέρωσης και απαγκίστρωσης του ανθρώ¬που από τα καθιερωμένα. Με τη χαλάρωση των «κοινωνικών προσωπείων», μέσω της χρήσης άλλων προσωπείων, ο άνθρωπος απελευθε¬ρώνεται, έστω και εικονικά.
Στη μέση, στο στήθος και την πλάτη οι κουδουνάτοι περιζώνονται με χοντρό σχοινί, από το οποίο κρέμονται σειρές κουδουνιών, που έχουν επιλεγεί από το ποίμνιο του κάθε βοσκού ως τα καλύτερα και τα οποία μερικές μέρες πριν τις Απόκριες τα σείουν για να ξεσκουριάσουν, αλλά και για να διώξουν τα κακά δαιμόνια από το χωριό. Στο δεξί τους χέρι κρατούν ένα χοντρό ξηρό βλαστό κουφοξυλιάς, η οποία φύεται «στα γκρεμνά του Λύγξη» και ονομάζεται σόμπα. Η χρήση της κουφοξυλιάς, η οποία συμβολίζει τη γονιμότητα, καθώς και το νέρωμα του κρασιού, σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση που μας διέσωσε ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, υπεδείχθηοαν από το θεό Διόνυσο στους ανθρώπους, οι οποίοι πίνοντας άκρατο οίνο και χρησιμοποιώντας ξύλινα ραβδιά τραυματίζονταν ή και πέθαιναν, πάνω σε μια κατάσταση ένθεης μανίας και μέθης. Σύμφωνα με τον Δ. Β. Οικονομίδη, η σόμπα συμβολίζει το διονυσιακό φαλλό, τον νάρθηκα όπου έφεραν οι Μαινάδες, μαζί με κλαδιά πεύκης, ακολουθώντας πιστά τον Διόνυ¬σο μαζί με τον Σειληνό και τους Σατύρους. Κατ’ αυτόν, το έθιμο των κουδουνάτων αντιστοιχεί με τα δρώμενα κατά τα εαρινά Διονύσια, το έθιμο της φαλλοφορίας, το οποίο λάμβανε χώρα στα εν Δήλω και στα εν Αθήναις Μεγάλα Διονύσια.
Κατά τη βδομάδα της Τυροφάγου, οι κουδουνάτοι τρέχουν από σπίτι σε σπίτι και ανεβαίνουν στα χωμάτινα δώματα σείοντας τα κουδούνια, έτσι ώστε να προκαλούν έναν δαιμονιώδη θόρυβο, επιστρέφοντας στο πρωτόγονο του ασυνειδήτου. Όπως αναφέρει και ο Δ. Β. Οικονομίδης, καθώς το βάρος των κουδουνιών είναι μεγάλο και τα λιθό¬στρωτα καλντερίμια, ανηφορικά και κατηφορικά, είναι δυοκολοπερπάτητα, οι κουδουνάτοι πρέπει να έχουν ένα ταλαντευόμενο βάδισμα ακόμα κι όταν δεν τρέχουν. Έτσι, λοιπόν, τα κουδούνια σείονται συνεχώς και με μεγαλύτερη ένταση. Οι κραυγές των κουδουνάτων και οι φωνές των παιδιών, που βγαίνουν στα σοκάκια και τους ακολουθούν, συνοδεύουν την βουή των κουδουνιών, ενώ όλοι μαζί καταλήγουν στη ‘μπλάτσα’ του χωριού, όπου στήνουν χορό, με συνοδεία από τα τσαμπουνοτούμπακα, και χτυπούν με τις σόμπες τους παρευρισκόμενους και διερχόμενους ανθρώπους. Η τάση απομόνωσης που παρατηρείται στους φορείς της κοινωνίας, στα ίδια τα άτομα, πατάσσεται μέσα από τη συμμετοχή, την συλλογικότητα, την κοινωνική επαφή.
Επίσης, στην πλάτσα του χωριού, οι κουδουνάτοι κάποια στιγμή, ανοί¬γουν τον χώρο, σαν να εκτελούν αστυνομικά καθήκοντα, προκειμένου να περάσουν οι μόσκαροι και το νεαρό ζεύγος, του γαμπρού και της Νύμφης ή Κυρίας, η οποία συμβολίζει τη βλάστηση. Το ζευγάρι αυτό συμβολίζει την μυστική ένωση των αντίθετων πόλων της ύπαρ¬ξής μας, του θείου με το κοσμικό, το ανθρώπινο. Με προεξάρχον το ζεύγος, ξεκινά ο χορός και το γλέντι, το οποίο κορυφώνεται, όταν κάποιος από τους παριστάμενους χορεύοντας με τη Νύμφη, την αρπάζει και κατευθύνεται στην Παναγία, την εκκλησία του χωριού. Ακολουθεί καταδίωξη από το σύζυγο και τους κουδουνάτους, με αποτέλεσμα την επαναφορά της στον όμιλο των μοσκάρων. Σύμφωνα με τον Μ. Μπαρδάνη, το κλέψιμο της Κυρίας και η επαναφορά της είναι κατάλοιπο από ανάλογη λατρεία των βοσκών, παλαιότερη και από αυτήν της Περσεφόνης και της Αριάδνης.
Οι κουδουνάτοι, επίσης, συνοδεύουν τη γριά, έναν άνδρα ντυμένο με γυναικεία ρούχα που συμβολίζει τη σοφία και τη γνώση, όπου κρα¬τεί μια ρόκα και γνέθει και ένα καλάθι, μέσα στο οποίο βάζει τα αβγά, τα οποία μαζεύει από τα σπίτια, που επισκέπτεται μαζί με τους κουδουνάτους. Τα αβγά είναι το σύμβολο της ζωής, η κρυμμένη πηγή του μυστηρίου της ύπαρξης, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, η Ε. Πρωτοπαπαδάκη, η αρχή, η μήτρα, η ενοποίηση των αντιθέτων, που εισχωρούν στο ασυνείδητό μας, στο καλάθι, τα ανοίγματα του οποίου συγκρατούν το χρήσιμο σπόρο, τον ορθό τρόπο ζωής.
Κάποιος άλλος, πάλι, φορώντας προβιές και έχοντας κρεμασμένη στο λαιμό του τη λεγόμενη μπούκα, μεγάλο κουδούνι από τράγο, παριστάνει την αρκούδα, που ακολουθεί δεμένη με σχοινί τον αρκουδιάρη, ο οποίος χτυπώντας ένα τύμπανο, της παίζει το ρυθμό γιάλα-γιάλα για να χορέψει. Η αρκούδα, κατ’ άλλους, συμβολίζει το χειμώνα, ενώ άλλοι θεωρούν πως εικονίζει το κακό και τη σκληρότητα. Όποιος κι αν είναι ο συμβολισμός της, αυτό που έχει σημασία είναι ότι οδηγείται από τον άνθρωπο δεμένη, έχει δηλαδή δαμαστεί. Την Τυρινή Κυριακή εμφανίζονται και οι παλιομόσκαροι, οι οποίοι ντυμένοι με παλιόρουχα και μουτζουρωμένοι πειράζουν και πειρά¬ζονται, εκτοξεύοντας σκωπτικά δίστιχα, που προκαλούν γέλιο και ευθυμία. Επίσης, άλλοι μεταμφιεζόμενοι κρατούν σάκο με τέφρα και τρέχουν, ραντίζοντας τα δρομάκια, αλλά και τους ανθρώπους. Άλλος προσποιούμενος το νεκρό, φορώντας μια κάπα και μέσα σε ψευδο-ψέρετρο, οδηγείται από ακολουθία στο νεκροταφείο, όπου του ψάλ-λουν, στον ήχο της νεκρώσιμης ακολουθίας, διάφορο σκωπτικά δίστιχα, συνοδευόμενα από επιφωνήματα και βωμολοχίες. Κάποια στιγ¬μή, ο νεκρός σηκώνεται και όλοι αρχίζουν να γελούν, διώχνοντας μακριά το φόβο του θανάτου, που κυριεύει τη ψυχή τους. Παλαιότε¬ρα, όπως αναφέρει σ Δ. Β. Οικονομίδης, έφεραν τον άροτρο στην πλάτσα και έκαναν τάχα πως σπέρνουν.
Την Καθαρή Δευτέρα πολλοί ντύνονται φουστανελλάτοι, έχοντας κρεμάσει χρωματιστές κορδέλλες και φλουριά στο γιλέκο τους. Αυτοί χωρίς προσωπίδες και με τη συνοδεία των βιολιών, κλείνουν το τριώδιο με διάφορα δίστιχα.
Σημεία και σύμβολα, λοιπόν, αναδεικνύονται μέσα από την περιγρα¬φή των ηθών και εθίμων της Αποκριάς στην Απείρανθο της Νάξου, των οποίων οι καταβολές βρίσκονται στην προθεϊκή αρχαιότητα και διακρίνονται για την σταθερή τους παρουσία στα ανθρώπινα δρώμε¬να, δια μέσω των αιώνων και ανά την Ελλάδα, έστω κι αν σήμερα έχουν υποστεί αλλοιώσεις. Όλα αυτά τα δρώμενα διακατέχονται από μια λειτουργικότητα, ενώ είναι διαποτισμένα από σοφία, επηρεάζοντας το ασυνείδητο αθόρυβα, αλλά δυναμικά.
Το άρθρο έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό “Οι Νάξιοι”,
– πολιτιστική-ενημερωτική έκδοση
του Συλλόγου Ναξιωτών Αγίων Αναργύρων
(αρ. φύλλου 13/2003